κοκκινίζω

κοκκινίζω
(AM κοκκινίζω) [κόκκινος]
παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό»)
νεοελλ.
(στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) δίνω σε κάτι κόκκινο χρώμα, κάνω κάτι κόκκινο
2. μέσ. κοκκινίζομαι
βάφομαι με κοκκινάδι, ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοκκινίζω — κοκκινίζω, κοκκίνισα, κοκκινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοκκινίζω — κοκκίνισα, κοκκινισμένος 1. βάφω κάτι κόκκινο: Το αίμα κοκκίνισε την άσφαλτο. 2. γίνομαι κόκκινος, ντρέπομαι: Κοκκίνισε από την ντροπή του. 3. ωριμάζω: Οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν. 4. τσιγαρίζω: Κοκκινίζω το κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινίσει — κοκκινίζω to be scarlet aor subj act 3rd sg (epic) κοκκινίζω to be scarlet fut ind mid 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζει — κοκκινίζω to be scarlet pres ind mp 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινίζουσιν — κοκκινίζω to be scarlet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινίζουσαι — κοκκινίζω to be scarlet pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίνισον — κοκκινίζω to be scarlet aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκοκκίνισαν — κοκκινίζω to be scarlet aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”