κοκκινίζω — κοκκινίζω, κοκκίνισα, κοκκινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοκκινίζω — κοκκίνισα, κοκκινισμένος 1. βάφω κάτι κόκκινο: Το αίμα κοκκίνισε την άσφαλτο. 2. γίνομαι κόκκινος, ντρέπομαι: Κοκκίνισε από την ντροπή του. 3. ωριμάζω: Οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν. 4. τσιγαρίζω: Κοκκινίζω το κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκινίσει — κοκκινίζω to be scarlet aor subj act 3rd sg (epic) κοκκινίζω to be scarlet fut ind mid 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω … Dictionary of Greek
κοκκινίζει — κοκκινίζω to be scarlet pres ind mp 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκινίζουσιν — κοκκινίζω to be scarlet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκινίζουσαι — κοκκινίζω to be scarlet pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκίνισον — κοκκινίζω to be scarlet aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκοκκίνισαν — κοκκινίζω to be scarlet aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» … Dictionary of Greek